ἐγκρατῇ

ἐγκρατῇ
ἐγκρατέω
to be master of
pres subj mp 2nd sg
ἐγκρατέω
to be master of
pres ind mp 2nd sg
ἐγκρατέω
to be master of
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκρατῆ — ἐγκρατής in possession of power neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐγκρατής in possession of power masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐγκρατής in possession of power masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… …   Dictionary of Greek

  • εγκρατής — ές (AM ἐγκρατής, ές) ο κύριος τού εαυτού του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει αυτοκυριαρχία αρχ. 1. όποιος διαθέτει κράτος ή εξουσία 2. ο ικανός να κρατεί κάτι γερά, σταθερά 3. ισχυρός, στερεός («ἐγκρατέστατον σίδηρον») 4. φρ. «ναὸς ἐγκρατῆ… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτιατικός — ή, ό / σπαρτιατικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, η, ο, Ν [Σπαρτιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σπάρτη ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική νομοθεσία» β. «ἐν τοῑς Σπαρτιατικοῑς λόγοις... δεδήλωται», Παυσ.) νεοελλ. 1. σκληραγωγημένος 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”